Βουζιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vuˈzʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐ζιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βουζιώτης αρσενικό (θηλυκό Βουζιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Βούζι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βουζιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βουζιώτης | οι | Βουζιώτηδες |
γενική | του | Βουζιώτη* | των | Βουζιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βουζιώτη | τους | Βουζιώτηδες |
κλητική | Βουζιώτη | Βουζιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βουζιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βουζιώτης < πατριδωνυμικό Βουζιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βουζιώτης αρσενικό (θηλυκό Βουζιώτη ή Βουζιώτου)