Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βομβάη
      γενική της Βομβάης
    αιτιατική τη Βομβάη
     κλητική Βομβάη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βομβάη < αγγλική Bombay[1] / Mumbai < χίντι मुंबई (mumbaī) < मुंबा (mumbā, θεότητα Mumba) + आई (āī, μητέρα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vomˈva.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βομ‐βά‐η

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βομβάη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)