Βιδαβιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.ðaˈvʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βι‐δα‐βιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒιδαβιώτης αρσενικό (θηλυκό Βιδαβιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Βίδαβη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Βίδαβη
- Βιδαβιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βιδαβιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βιδαβιώτης | οι | Βιδαβιώτηδες |
γενική | του | Βιδαβιώτη* | των | Βιδαβιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βιδαβιώτη | τους | Βιδαβιώτηδες |
κλητική | Βιδαβιώτη | Βιδαβιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βιδαβιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βιδαβιώτης < πατριδωνυμικό Βιδαβιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒιδαβιώτης αρσενικό (θηλυκό Βιδαβιώτη ή Βιδαβιώτου)