Βελεσιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.leˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐λε‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βελεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Βελεσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Βελέσι (ή Βέλεσι) ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Βελέσι, Βέλεσι
- Βελεσιώτες (τοπωνύμιο)
- Βελεσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βελεσιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βελεσιώτης | οι | Βελεσιώτηδες |
γενική | του | Βελεσιώτη* | των | Βελεσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βελεσιώτη | τους | Βελεσιώτηδες |
κλητική | Βελεσιώτη | Βελεσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βελεσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βελεσιώτης < πατριδωνυμικό Βελεσιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βελεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Βελεσιώτη ή Βελεσιώτου)