Βατώντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βατώντας | οι | Βατώντες |
γενική | του | Βατώντα | των | Βατώντων |
αιτιατική | τον | Βατώντα | τους | Βατώντες |
κλητική | Βατώντα | Βατώντες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βατώντας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈton.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐τώ‐ντας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βατώντας αρσενικό