Δείτε επίσης: Βατῇ, βατή, Βάτι

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Βατή < γενική ενικού του αρσενικού Βατής

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βατή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Βατή αρσενικό



 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βατή
      γενική τῆς Βατῆς
      δοτική τῇ Βατ
    αιτιατική τὴν Βατήν
     κλητική ! Βατή
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βατή θηλυκό