Βατή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐τή
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Βατή < γενική ενικού του αρσενικού Βατής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒατή θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μπατή (γυναικείο επώνυμο)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βατή | ||
γενική | της | Βατής | ||
αιτιατική | τη | Βατή | ||
κλητική | Βατή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βατή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Βατή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒατή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βατή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΒατή αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Βατή | ||
γενική | τῆς | Βατῆς | ||
δοτική | τῇ | Βατῇ | ||
αιτιατική | τὴν | Βατήν | ||
κλητική ὦ! | Βατή | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βατή < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒατή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Βατή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.