Βασιλίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βασιλίτσα | οι | Βασιλίτσες |
γενική | της | Βασιλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Βασιλίτσα | τις | Βασιλίτσες |
κλητική | Βασιλίτσα | Βασιλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βασιλίτσα < Βασιλ- + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τη λέξη Βασίλειος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.siˈli.t͡sa/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βασιλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βασιλεία
Βασιλίτσα
|