Βαρβαρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαρβαρίτσα | οι | Βαρβαρίτσες |
γενική | της | Βαρβαρίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Βαρβαρίτσα | τις | Βαρβαρίτσες |
κλητική | Βαρβαρίτσα | Βαρβαρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαρβαρίτσα < Βαρβάρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɾ.vaˈɾi.t͡sa/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαρβαρίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαρβάρα
Βαρβαρίτσα
|