Βαλσαμίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαλσαμίτσα | οι | Βαλσαμίτσες |
γενική | της | Βαλσαμίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Βαλσαμίτσα | τις | Βαλσαμίτσες |
κλητική | Βαλσαμίτσα | Βαλσαμίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαλσαμίτσα < Βαλσαμ(ώ) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /val.saˈmi.t͡sa/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαλσαμίτσα θηλυκό
- (σπάνιο) υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαλσαμώ
Βαλσαμίτσα
|