Βαγιονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαγιονιά | οι | Βαγιονιές |
γενική | της | Βαγιονιάς | των | Βαγιονιών |
αιτιατική | τη | Βαγιονιά | τις | Βαγιονιές |
κλητική | Βαγιονιά | Βαγιονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαγιονιά < βαγιωνιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.ʝoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐γιο‐νιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαγιονιά θηλυκό