ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰσχυλῖνος οἱ Αἰσχυλῖνοι
      γενική τοῦ Αἰσχυλίνου τῶν Αἰσχυλίνων
      δοτική τῷ Αἰσχυλίν τοῖς Αἰσχυλίνοις
    αιτιατική τὸν Αἰσχυλῖνον τοὺς Αἰσχυλίνους
     κλητική ! Αἰσχυλῖνε Αἰσχυλῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰσχυλίνω
γεν-δοτ τοῖν  Αἰσχυλίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰσχυλῖνος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Αἰσχύλος + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αἰσχυλῖνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • ανδρικό όνομα
    ※  3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Δήλο. IG XI,4 625, στίχ. 3 & 9. (3-11), @epigraphy.packhum.org
    [ἐ]πειδὴ Αἰσχυλῖνος εὔνους
    ὢν διατελεῖ περὶ τὸ ἱερὸν καὶ
    [τ]ὴμ πόλιν τὴν Δηλίων καὶ ποι-
    εῖ ὅ τι ἂν δύνηται ἀγαθὸν Δη-
    λίους· δεδόχθαι τῆι βουλῆ[ι]
    καὶ τῶι δήμωι· εἶναι πρόξε-
    νον Αἰσχυλῖνον Θεοκρίνου
    Μιλήσιον καὶ εὐεργέτην
    τοῦ ἱεροῦ καὶ Δηλίων […]
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Φωκικά, Λοκρῶν Ὀζόλων, 10.25.5 @scaife.perseus
    τέτρωται δὲ τὸν βραχίονα ὁ Μέγης, καθὰ δὴ καὶ Λέσχεως ὁ Αἰσχυλίνου Πυρραῖος ἐν Ἰλίου πέρσιδι ἐποίησε·