Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αἰσχυλῖνος < Αἰσχύλος + -ῖνος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αἰσχυλῖνος αρσενικό