Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰσχύλος οἱ Αἰσχύλοι
      γενική τοῦ Αἰσχύλου τῶν Αἰσχύλων
      δοτική τῷ Αἰσχύλ τοῖς Αἰσχύλοις
    αιτιατική τὸν Αἰσχύλον τοὺς Αἰσχύλους
     κλητική ! Αἰσχύλε Αἰσχύλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰσχύλω
γεν-δοτ τοῖν  Αἰσχύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Αἰσχύλος < (ίσως) ἀ- + ἰσχύς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Αἰσχύλος αρσενικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • (Χρειάζεται grc)

  ΠηγέςΕπεξεργασία