Αἰσχύλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Αἰσχύλος | οἱ | Αἰσχύλοι |
γενική | τοῦ | Αἰσχύλου | τῶν | Αἰσχύλων |
δοτική | τῷ | Αἰσχύλῳ | τοῖς | Αἰσχύλοις |
αιτιατική | τὸν | Αἰσχύλον | τοὺς | Αἰσχύλους |
κλητική ὦ! | Αἰσχύλε | Αἰσχύλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰσχύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Αἰσχύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αἰσχύλος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται grc)
Πηγές επεξεργασία
- Αἰσχύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.