Αχτσιόγλου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Αχτσιόγλου | οι | Αχτσιόγλοι & Αχτσιογλαίοι |
οι | Αχτσιόγλου |
γενική | του/της | Αχτσιόγλου | των | Αχτσιόγλων & Αχτσιογλαίων |
των | Αχτσιόγλου |
αιτιατική | τον/την | Αχτσιόγλου | τους | Αχτσιόγλους & Αχτσιογλαίους |
τους/τις | Αχτσιόγλου |
κλητική | Αχτσιόγλου | Αχτσιόγλοι & Αχτσιογλαίοι |
Αχτσιόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αχτσιόγλου < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αχτσιόγλου αρσενικό ή θηλυκό