Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυστριακιά οι Αυστριακιές
      γενική της Αυστριακιάς των Αυστριακιών
    αιτιατική την Αυστριακιά τις Αυστριακιές
     κλητική Αυστριακιά Αυστριακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυστριακιά < Αυστριακ(ός) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.stɾi.aˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐στρι‐α‐κιά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυστριακιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία