Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασπρούλα οι Ασπρούλες
      γενική της Ασπρούλας
    αιτιατική την Ασπρούλα τις Ασπρούλες
     κλητική Ασπρούλα Ασπρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασπρούλα < άσπρ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασπρούλα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (όνομα ζώου) όνομα ζώου με άσπρο χρώμα (συνήθως γάτας ή κατσίκας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άσπρη