Ασκληπιάδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ασκληπιάδης < αρχαία ελληνική Ἀσκληπιάδης < Ἀσκληπι(ός) + -άδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.skli.piˈa.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σκλη‐πι‐ά‐δης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσκληπιάδης αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (μετωνυμία) γιατρός
- ※ Χαίρει, ἐπιβοᾷ ἐνθουσιῶν, ἀγάλλεται, μαίνεται διότι ἀπώλεσεν ἓν ἔτος τῆς ζωῆς του, διότι προσήγγισεν ἓν βῆμα εἰς τὸν τάφον, ὡσεὶ μὴ ἤρκει πρὸς τοῦτο ἡ θανατηφόρος εὐτυχῶς ἐπιστήμη τῶν ἐξ Εὐρώπης νεαρῶν Ἀσκληπιαδῶν καὶ τὰ δολοφονικά ἕλη καὶ αἱ ἀκαθαρσίαι τῆς πόλεως. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασκληπιάδης | οι | Ασκληπιάδηδες |
γενική | του | Ασκληπιάδη* | των | Ασκληπιάδηδων |
αιτιατική | τον | Ασκληπιάδη | τους | Ασκληπιάδηδες |
κλητική | Ασκληπιάδη | Ασκληπιάδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ασκληπιάδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ασκληπιάδης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ασκληπιάδη ή Ασκληπιάδου)