Ασκληπιάδου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασκληπιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Ασκληπιάδης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασκληπιάδου θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ασκληπιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Ασκληπιάδης