Αρμυρίχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αρμυρίχι | τα | Αρμυρίχια |
γενική | του | Αρμυριχιού | των | Αρμυριχιών |
αιτιατική | το | Αρμυρίχι | τα | Αρμυρίχια |
κλητική | Αρμυρίχι | Αρμυρίχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρμυρίχι < αρμυρίκι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.miˈɾi.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐μυ‐ρί‐χι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρμυρίχι ουδέτερο