Αρκιτσαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.ciˈt͡se.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐κι‐τσαί‐ος
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑρκιτσαίος αρσενικό (θηλυκό Αρκιτσαία)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Αρκίτσα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Αρκίτσα
- Αρκιτσαίος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αρκιτσαίος
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Αρκιτσαίος < πατριδωνυμικό Αρκιτσαίος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρκιτσαίος αρσενικό (θηλυκό Αρκιτσαίου)