Απότσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Απότσος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπότσος αρσενικό (θηλυκό Απότσου)
- ανδρικό επώνυμο
- (ειδικότερα, στη γενική πτώση) χρήση σχετικά με ιστορικό ουζερί της Αθήνα, σημείο αναφοράς και στέκι ιδίως γνωστών λογοτεχνών και διανοουμένων
- ※ Προχτές, στο μπαρ του Απότσου, είδα να πίνουν το ούζο τους την ίδια στιγμή ο Ώντεν, με δυο Αμερικάνους «αυτοεξόριστους», ο Λώρενς Ντάρρελ με το Γιώργο Κατσίμπαλη κι ο Ηλίας Ηλιού μόνος του
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]. Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 10. ISBN 960-04-0042-3.
- ※ Προχτές, στο μπαρ του Απότσου, είδα να πίνουν το ούζο τους την ίδια στιγμή ο Ώντεν, με δυο Αμερικάνους «αυτοεξόριστους», ο Λώρενς Ντάρρελ με το Γιώργο Κατσίμπαλη κι ο Ηλίας Ηλιού μόνος του