Αντιδραγονέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αντιδραγονέρα | οι | Αντιδραγονέρες |
γενική | της | Αντιδραγονέρας | — | |
αιτιατική | την | Αντιδραγονέρα | τις | Αντιδραγονέρες |
κλητική | Αντιδραγονέρα | Αντιδραγονέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.ðɾa.ɣoˈne.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ντι‐δρα‐γο‐νέ‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑντιδραγονέρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αντιδραγονέρα
- ↑ Καταγραφή και Αξιολόγηση του Φυσικού Περιβάλλοντος Κυθήρων και Αντικυθήρων, Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο, Φεβρουάριος 2018, σελ. 67)