Ανθούπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανθούπολη | οι | Ανθουπόλεις |
γενική | της | Ανθούπολης* | των | Ανθουπόλεων |
αιτιατική | την | Ανθούπολη | τις | Ανθουπόλεις |
κλητική | Ανθούπολη | Ανθουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ανθουπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈθu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐θού‐πο‐λη