Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αλμπουκέρκη
      γενική της Αλμπουκέρκης
    αιτιατική την Αλμπουκέρκη
     κλητική Αλμπουκέρκη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλμπουκέρκη < αγγλική Albuquerque

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.buˈceɾ.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλ‐μπου‐κέρ‐κη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλμπουκέρκη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία