Αθμονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αθμονία | οι | Αθμονίες |
γενική | της | Αθμονίας | των | Αθμονιών |
αιτιατική | την | Αθμονία | τις | Αθμονίες |
κλητική | Αθμονία | Αθμονίες | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αθμονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀθμονία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.θmoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αθ‐μο‐νί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : Α‐θμο‐νί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑθμονία θηλυκό