Αγάπογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Αγάπογλου | οι | Αγάπογλοι & Αγαπογλαίοι |
οι | Αγάπογλου |
γενική | του/της | Αγάπογλου | των | Αγάπογλων & Αγαπογλαίων |
των | Αγάπογλου |
αιτιατική | τον/την | Αγάπογλου | τους | Αγάπογλους & Αγαπογλαίους |
τους/τις | Αγάπογλου |
κλητική | Αγάπογλου | Αγάπογλοι & Αγαπογλαίοι |
Αγάπογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγάπογλου < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγάπογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)