Δείτε επίσης: αβλέμονας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αβλέμονας οι Αβλέμονες
      γενική του Αβλέμονα των Αβλεμόνων
    αιτιατική τον Αβλέμονα τους Αβλέμονες
     κλητική Αβλέμονα Αβλέμονες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αβλέμονας < αβλέμονας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvle.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐βλέ‐μο‐νας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αβλέμονας αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία