Άστρυφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άστρυφος | οι | Άστρυφοι |
γενική | του | Αστρύφου | των | Αστρύφων |
αιτιατική | τον | Άστρυφο | τους | Αστρύφους |
κλητική | Άστρυφε | Άστρυφοι | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.stɾi.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐στρυ‐φος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆστρυφος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Τοπωνυμικά των Αθηνών, εκδ. Έκδοσις, 1945, σελ. 244
- ↑ Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, Ο ελαιώνας της Αθήνας, (Αθήνα: Φιλιππότης, 2006), σελ. 111