Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Άρτα οι Άρτες
      γενική της Άρτας των Αρτών
    αιτιατική την Άρτα τις Άρτες
     κλητική Άρτα Άρτες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άρτα < άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν από παραφθορά του τοπωνυμίου του ποταμού Αράχθου, ή από τη λατινική artus (στενό) ή τη σλαβικής προέλευσης balta (έλος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ta/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άρ‐τα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άρτα θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)