Δείτε επίσης: Ἄβδηρα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Άβδηρα
      γενική των Αβδήρων
    αιτιατική τα Άβδηρα
     κλητική Άβδηρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Άβδηρα < αρχαία ελληνική Ἄβδηρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vði.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ά‐βδη‐ρα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Άβδηρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία