Ἄβδηρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | Ἄβδηρᾰ |
γενική | τῶν | Ἀβδήρων |
δοτική | τοῖς | Ἀβδήροις |
αιτιατική | τὰ | Ἄβδηρᾰ |
κλητική ὦ! | Ἄβδηρᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἄβδηρα < Ἄβδηρος (μυθικό πρόσωπο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἌβδηρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἄβδηρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.