stadium
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstadium (en)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstadium (en)
- στάδιο (μονάδα μέτρησης)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stadium | stadia |
γενική | stadiów | |
δοτική | stadiom | |
αιτιατική | stadia | |
οργανική | stadiami | |
τοπική | stadiach | |
κλητική | stadia |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstadium (pl) ουδέτερο