Δείτε επίσης: Stadium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stadium (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stadium (en)

  1. στάδιο (μονάδα μέτρησης)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική stadium stadia
γενική stadiów
δοτική stadiom
αιτιατική stadia
οργανική stadiami
τοπική stadiach
κλητική stadia

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stadium < λατινική stadium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstadʲjũm/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stadium (pl) ουδέτερο

  1. το στάδιο ως:
    • χρονική περίοδος που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
    • μονάδα μήκους της αρχαιότητας