sequela
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- sequela < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
sequela (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- sequela - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.