rando
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- rando < → δείτε τη λέξη random• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | rando |
συγκριτικός | more rando |
υπερθετικός | most rando |
- τυχαίος και ασήμαντος
- κάποιος μέσα σε πλήθος που έκανε ή έπαθε κάτι
- αλλοπρόσαλλος