rando
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- rando < → δείτε τη λέξη random• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | rando |
συγκριτικός | more rando |
υπερθετικός | most rando |
- τυχαίος και ασήμαντος
- κάποιος μέσα σε πλήθος που έκανε ή έπαθε κάτι
- αλλοπρόσαλλος
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rando | randoj |
αιτιατική | randon | randojn |
rando (eo)