random
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | random |
συγκριτικός | more random |
υπερθετικός | most random |
Επίθετο
επεξεργασίαrandom (en)
- τυχαίος
- ⮡ Multiply it by a random negative number.
- Πολλαπλασίασέ το με έναν τυχαίο αρνητικό αριθμό.
- ⮡ Multiply it by a random negative number.