Δείτε επίσης: Pertinax

Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pertinax < per + tenax < teneo < πρωτοϊταλική tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈper.ti.naks/

  Επίθετο επεξεργασία

pertinax

  1. αυθάδης
  2. επίμονος, καρτερικός
  3. πεισματάρης
  4. ισχυρός

Συγγενικά επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική pertinax pertinax pertinax pertinacēs pertinacēs pertinacia
γενική pertinacis pertinacis pertinacis pertinacium pertinacium pertinacium
δοτική pertinacī pertinacī pertinacī pertinacibus pertinacibus pertinacibus
αιτιατική pertinacem pertinacem pertinax pertinacēs pertinacēs pertinacia
κλητική pertinax pertinax pertinax pertinacēs pertinacēs pertinacia
αφαιρετική pertinacī pertinacī pertinacī pertinacibus pertinacibus pertinacibus
(Τριτόκλιτα επίθετα)