Πέρτιναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Περτινακ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Πέρτιναξ | οἱ | Περτίνακες | ||||
γενική | τοῦ | Περτίνακος | τῶν | Περτινάκων | ||||
δοτική | τῷ | Περτίνακῐ | τοῖς | Περτίναξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Περτίνακᾰ | τοὺς | Περτίνακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Πέρτιναξ | Περτίνακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Περτίνακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Περτινάκοιν | ||||||
Δείτε και τη μορφή Περτίναξ. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πέρτιναξ < (άμεσο δάνειο) λατινική Pertinax (προφορά /ˈper.ti.naks/) → και δείτε τη λέξη Περτίναξ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠέρτιναξ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα, η λατινική προφορά του Περτίναξ
- ※ [Αὐ]τοκράτωρ Καῖσαρ Λ. Σεπτίμιος [Σεουῆ]ρος Εὐσεβὴς Πέρτιναξ Σε[β]αστὸ[ς] [Παρθ]ικὸς μέγιστος ἀρχιερεὺς μέγιστος. (από επιγραφή του 199 μ.Χ.)