Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Περτινακ-
ονομαστική Πέρτιναξ οἱ Περτίνακες
      γενική τοῦ Περτίνακος τῶν Περτινάκων
      δοτική τῷ Περτίνακ τοῖς Περτίναξ(ν)
    αιτιατική τὸν Περτίνακ τοὺς Περτίνακᾰς
     κλητική ! Πέρτιναξ Περτίνακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περτίνακε
γεν-δοτ τοῖν  Περτινάκοιν
Δείτε και τη μορφή Περτίναξ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πέρτιναξ < (άμεσο δάνειο) λατινική Pertinax (προφορά /ˈper.ti.naks/) → και δείτε τη λέξη Περτίναξ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πέρτιναξ αρσενικό