Ετυμολογία

επεξεργασία
paganus < pagus < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-

  Επίθετο

επεξεργασία

paganus, -a, -um

  1. άνθρωπος της υπαίθρου
  2. αγρότης
  3. (κατ’ επέκταση) αγροίκος
  4. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) ειδωλολάτρης, παγανιστής

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική paganus pagana paganum paganī paganae pagana
γενική paganī paganae paganī paganōrum paganārum paganōrum
δοτική paganō paganae paganō paganīs paganīs paganīs
αιτιατική paganum paganam paganum paganōs paganās pagana
κλητική pagane pagana paganum paganī paganae pagana
αφαιρετική paganō paganā paganō paganīs paganīs paganīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)