paganus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- paganus < pagus < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Επίθετο
επεξεργασίαpaganus, -a, -um
- άνθρωπος της υπαίθρου
- αγρότης
- (κατ’ επέκταση) αγροίκος
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) ειδωλολάτρης, παγανιστής
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη παγανισμός
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | paganus | pagana | paganum | paganī | paganae | pagana |
γενική | paganī | paganae | paganī | paganōrum | paganārum | paganōrum |
δοτική | paganō | paganae | paganō | paganīs | paganīs | paganīs |
αιτιατική | paganum | paganam | paganum | paganōs | paganās | pagana |
κλητική | pagane | pagana | paganum | paganī | paganae | pagana |
αφαιρετική | paganō | paganā | paganō | paganīs | paganīs | paganīs |
Πηγές
επεξεργασία- paganus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.