Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

malum: ουδέτερο του malus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.lum/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ma‐lum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

malum (la) ουδέτερο

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική malum mala
γενική malī malōrum
δοτική malō malīs
αιτιατική malum mala
κλητική malum mala
αφαιρετική malō malīs
(β' κλίση)

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

malum < (άμεσο δάνειο) δωρική διάλεκτος μᾶλον (μήλο) / μῆλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.lum/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ma‐lum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

malum

  1. (φρούτο) μήλο
  2. (φυτό) ἀριστολόχεια (Aristolochia)

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική malum mala
γενική malī malōrum
δοτική malō malīs
αιτιατική malum mala
κλητική malum mala
αφαιρετική malō malīs
(β' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία