πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική latarnia latarnie
γενική latarni latarń
δοτική latarni latarniom
αιτιατική latarnię latarnie
οργανική latarnią latarniami
τοπική latarni latarniach
κλητική latarnio latarnie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

latarnia (pl) θηλυκό

  1. ο φανός, το φανάρι
  2. (ειδικότερα) κάθε τι που βρίσκεται ψηλά και παρέχει φως

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία