languidus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlanguidus (la)
- αδύναμος, κουρασμένος, εξασθενημένος
- άρρωστος, αδιάθετος
- αργός, βραδύς
- (μεταφορικά) ανενεργός, αδρανής
Κλίση
επεξεργασία- συγκριτικός βαθμός: languidior, υπερθετικός βαθμός: languidissimus