ενεστώτας cut down
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts down
αόριστος cut down
παθητική μετοχή cut down
ενεργητική μετοχή cutting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cut down < → δείτε τις λέξεις cut και down

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌkʌt ˈdaʊn/
 

cut down (en)

  1. (μεταβατικό) κατεβάζω κάτι κάτω με κόψιμο, αποκόπτω, κόβω
    ⮡  The workers cut down trees in order to have some more space.
    Οι εργάτες έκοψαν δέντρα για να υπάρχει περισσότερος χώρος.
  2. (ιδιωματισμός, μεταβατικό) μειώνω, προσβάλλω, υποτιμώ
  3. (ιδιωματισμός, αμετάβατο, ακολουθείται από την πρόθεση «on») ελαττώνω, λιγοστεύω, μειώνω, περιορίζω την ποσότητα από κάτι
    ⮡  You should cut down on sugar if you want to lose weight.
    Θα πρέπει να περιορίσεις την ποσότητα ζάχαρης εάν θέλεις να χάσεις κιλά.
  4. (ιδιωματισμός, παρωχημένο) σφάζω