calibre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
calibre | calibres |
calibre (fr) αρσενικό
- η εσωτερική διάμετρος ενός σωλήνα· η εσωτερική διάμετρος ενός όπλου, κανονιού...
- (τεχνολογία) συσκευή μέτρησης των διαστάσεων μηχανικών εξαρτημάτων
- (κατ’ επέκταση)
- μέγεθος ενός βλήματος
- μέγεθος ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) σπουδαιότητα, ένταση