cadus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cadus < αρχαία ελληνική κάδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcadus (la) αρσενικό
- δοχείο για αποθήκευση υγρών (π.χ. κρασί, λάδι, μέλι)
- μέτρο μέτρησης υγρών
- τεφροδόχος
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cadus | cadī |
γενική | cadī | cadōrum |
δοτική | cadō | cadīs |
αιτιατική | cadum | cadōs |
κλητική | cade | cadī |
αφαιρετική | cadō | cadīs |
Πηγές
επεξεργασία- cadus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.