Δείτε επίσης: κάδος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cadus < αρχαία ελληνική κάδος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cadus (la) αρσενικό

  1. δοχείο για αποθήκευση υγρών (π.χ. κρασί, λάδι, μέλι)
  2. μέτρο μέτρησης υγρών
  3. τεφροδόχος
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cadus cadī
γενική cadī cadōrum
δοτική cadō cadīs
αιτιατική cadum cadōs
κλητική cade cadī
αφαιρετική cadō cadīs
(β' κλίση)