Winkel
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Winkel | die | Winkel |
γενική | des | Winkels | der | Winkel |
δοτική | dem | Winkel | den | Winkeln |
αιτιατική | den | Winkel | die | Winkel |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Winkel (de) αρσενικό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Winkel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Winkel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Winkel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Winkel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Winkel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]