Urgroßvater
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Urgroßvater | die | Urgroßväter |
γενική | des | Urgroßvaters | der | Urgroßväter |
δοτική | dem | Urgroßvater | den | Urgroßvätern |
αιτιατική | den | Urgroßvater | die | Urgroßväter |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈuːɐ̯ɡʁoːsˌfaːtɐ/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
Urgroßvater (de) αρσενικό
- (οικογένεια) ο προπάππος