Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Schwarzwald die Schwarzwälde
γενική des Schwarzwaldes
Schwarzwalds
der Schwarzwälde
δοτική dem Schwarzwald
Schwarzwalde
den Schwarzwälden
αιτιατική den Schwarzwald die Schwarzwälde
Schwarzwald < schwarz (μαύρος) + Wald (δάσος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʃvaʁt͡svalt/
 

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Schwarzwald (de)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Schwarzwald < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Schwarzwald αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Schwarzwald < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Schwarzwald αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]