Schuld
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schuld | die | Schulden |
γενική | der | Schuld | der | Schulden |
δοτική | der | Schuld | den | Schulden |
αιτιατική | die | Schuld | die | Schulden |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSchuld (de) θηλυκό
- (μόνο στον ενικό) το λάθος, το φταίξιμο
- Gib nicht mir die Schuld! - Μην ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα!
- (μόνο στον ενικό) η ενοχή, η υπαιτιότητα (νομικός όρος)
- Der Staatsanwalt muss bei Gericht die Schuld des Angeklagten beweisen - Ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου.
- (συχνά στον πληθυντικό) το χρέος, τα χρέη