Δείτε επίσης: recht
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Recht die Rechte
γενική des Rechts
Rechtes
der Rechte
δοτική dem Recht
Rechte
den Rechten
αιτιατική das Recht die Rechte

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Recht < συγγενές με το αγγλικό right

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Recht (de) ουδέτερο

  1. το δίκαιο
  2. το δικαίωμα
    das Recht auf Freiheit - το δικαίωμα στην ελευθερία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Recht αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Recht < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Recht αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]