Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ούργημα τα -ουργήματα
      γενική του -ουργήματος των -ουργημάτων
    αιτιατική το -ούργημα τα -ουργήματα
     κλητική -ούργημα -ουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ούργημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ούργημα < -ουργῶ < ἔργον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈuɾ.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ούρ‐γη‐μα

  Επίθημα επεξεργασία

-ούργημα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ούργημαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα