*δρᾶστις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | *δρᾶστις | αἱ | *δράστιδες |
γενική | τῆς | *δράστιδος | τῶν | *δραστίδων |
δοτική | τῇ | *δράστιδῐ | ταῖς | *δράστισῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | *δρᾶστιν | τὰς | *δράστιδᾰς |
κλητική ὦ! | *δρᾶστι | *δράστιδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | *δράστιδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | *δραστίδοιν | ||
Υποθετικοί αττικοί τύποι. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- *δρᾶστις < θηλυκό του αττικού τύπου δράστης (ιωνικό αρσενικό: δρήστης), που απαντά στον ιωνικό θηλυκό τύπο δρῆστις → δείτε τη λέξη δράω
Ουσιαστικό επεξεργασία
*δρᾶστις, -ιδος θηλυκό
- αμάρτυρος αττικός τύπος του δρῆστις (ιωνικό): η δραπέτις
Συγγενικά επεξεργασία
- δρηστῖναι (πληθυντικός)
→ και δείτε τις λέξεις δρήστης και δράω
Πηγές επεξεργασία
- δρᾶστις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.